- αχυροφάγος
- -α, -ο (Α ἀχυροφάγος, -ον)αυτός που τρώει άχυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον + -φάγος < φαγείν (απαρμφ. του έφαγον, αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
αχυροφαγώ — ἀχυροφαγῶ ( έω) (Α) [αχυροφάγος] τρώω άχυρα … Dictionary of Greek